- ακραεί
- ἀκραεὶ επίρρ. [ἀκραὴς] (Α)(για ταξίδια) με δροσερή αύρα, με αίθριο καιρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκραεῖ — ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραέι — ἀκρᾱέϊ , ἀκραής blowing strongly dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακραής — ἀκραής, ὲς (Α) (για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἄημι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί] … Dictionary of Greek